- πάλμη
- (I)πάλμη, ἡ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «γέρρον», μικρή ασπίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palma, ποιητ. τ. τού parma «ασπίδα»].————————(II)πάλμη, ἡ (Α)ο καρπός τής χουρμαδιάς, ο χουρμάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. palma «φοίνικας, φοινικοβάλανος»].
Dictionary of Greek. 2013.